Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Πότε χάσαμε τους καλούς μας τρόπους;


Ανέκαθεν μου άρεσαν οι παλιές ασπρόμαυρες και ευχάριστες Ελληνικές ταινίες.   
Αυτές που ξεκινούν με τον αφηγητή να κάνει έναν πρόλογο για την ιστορία που θα ακολουθήσει, ενώ ταυτόχρονα προβάλλονται γενικότερα πλάνα της πόλης, η οποία είναι κυρίως η Αθήνα και καταλήγουν στους πρωταγωνιστές, που πάντα έχουν δισύλλαβα υποκοριστικά για ονόματα, τύπου Ντίνος, Λάκης, Μπέμπα και Λέλα και είναι είτε φτωχοί πλην τίμιοι, είτε πλούσιοι και δίκαιοι.   

Ο εργοδότης πάντα είναι ο "κύριος διευθυντής" και η υπηρέτρια λίγο ατακτούλα με καταγωγή πάντα από την επαρχία. 
Όλοι οι ηθοποιοί έχουν μία προσεγμένη άρθρωση και μαζί "τσιμπημένη" προφορά, που δεν έχω ακόμα καταλάβει εάν πρόκειται για τρικ της εποχής ή απλά για έλλειψη καθηγητών ορθοφωνίας.  
Και φυσικά, στις περισσότερες σκηνές υπάρχει πάντα η σκιά του μικροφώνου πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών.   

Τις παρακολουθώ ανελλιπώς αυτές τις ταινίες και ουδέποτε ένιωσα να με κουράζει η επανάληψή τους. Ίσα-ίσα, που με χαλαρώνουν κι ενώ γνωρίζω ήδη την έκβαση κάθε μίας από αυτές, σε κάθε επανάληψή της συμπαρασύρομαι και την παρακολουθώ, λες και πρόκειται να αλλάξει κάτι στο υπάρχον τέλος.   

Τι είναι όμως αυτό που κάνει τις παλιές Ελληνικές ταινίες ακαταμάχητες και κυρίως διαχρονικά ευχάριστες, ακόμα και στην τριακοστή έβδομη επαναπροβολή τους;    

Στις ταινίες αυτές έχει καταγραφεί η καθημερινότητα και ο σφυγμός μιας εποχής, που όσο κι αν την αναζητήσουμε στο παρόν, απλά δεν υπάρχει. Από τη μνήμη μου περνούν στιγμιότυπα, ατάκες και εικόνες, μέσα από τα οποία έχω καταφέρει να "δω" την πόλη μου την Αθήνα, με διαφορετικά μάτια.  
Μία εποχή που σίγουρα είχε τα δικά της προβλήματα, αλλά δείχνει ξεκάθαρα ότι ήταν πιο ειλικρινής, πιο ανθρώπινη, πιο κόσμια.   
Δεν χρειάζονταν βρισιές για να προκαλέσουν αβίαστο γέλιο στους θεατές, οι διάλογοι ήταν έξυπνοι και τα φιλιά δίνονταν με φειδώ και μόνο στην τελευταία σκηνή της ταινίας. Ακόμα κι αν ήταν στριμωγμένοι σαν σαρδέλες στα μέσα μαζικής μεταφοράς άγνωστοι άνθρωποι, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και μόρφωσης, μιλούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας πληθυντικό ευγενείας.  
Οι κύριοι φορούσαν καπέλο το οποίο έβγαζαν στους κλειστούς χώρους ή όταν χαιρετούσαν κάποιον, ως ένδειξη σεβασμού.                                   

Οι δρόμοι ήταν σχεδόν πάντα χωρίς κίνηση, άδειοι από αυτοκίνητα και οι έχοντες "αμάξι" θεωρούνταν οικονομικά άνετοι. Έφτανε ένα μόνο εκατομμύριο για να είναι κάποιος εκατομμυριούχος κι αυτό από μόνο του σήμαινε πολλά, κάτι που καταλαβαίνουν καλύτερα όσοι πρόλαβαν κι έζησαν έστω και λίγο, τα χρόνια της δραχμής.     

Τα πάντα φαίνονταν πιο όμορφα, πιο καθαρά, πιο φροντισμένα κι ας μην ξεχνάμε ότι οι σκηνές ήταν κυρίως τραβηγμένες σε πραγματικούς χώρους, σπίτια, βίλες, παράγκες. 
Τα στούντιο εισήχθησαν αργότερα στον Ελληνικό κινηματογράφο, μαζί με το technicolor.                             
Τα καλοκαίρια μύριζαν Αττικές παραλίες, γίνονταν παρέες κάθε Κυριακή και νωρίς το πρωί στοιβάζονταν στο λεωφορείο ή το φορτηγό κάποιου από τη γειτονιά, για να πάνε για μπάνιο. Μπάνιο αυτούσιο, στην παραλία μετά αντικατάσταση του βρεγμένου σοβαρού μαγιό με στεγνά ρούχα πίσω από το σεντόνι και επιστροφή.  
Δεν υπήρχε χασομέρι για ηλιοθεραπεία, η Κυριακή ήταν η μόνη ημέρα της εβδομάδας που δεν εργάζονταν ή δεν πήγαιναν σχολείο και την διέθεταν εξ’ ολοκλήρου στον εαυτό τους. 

Σε κάποιες ταινίες οι διακοπές είχαν χρώμα Αργοσαρωνικού και η Αίγινα, ο Πόρος, η 'Ύδρα και οι Σπέτσες, είναι τα νησιά που κυριολεκτικά αποθεώθηκαν.   

Οι καταστηματάρχες ήταν έμποροι με ήθος και στο πλάι τους είχαν συνήθως έναν παραγιό σωσμένο από το έλεος της φτωχής του μοίρας, που ερωτευόταν την όμορφη κόρη του αφεντικού-ευεργέτη του και η -υποτιθέμενη- μετά από χρόνια εικόνα του ζευγαριού με ένα παιδάκι να τρέχει δίπλα τους και ένα άλλο στο καρότσι που το σέρνει ο πανευτυχής παππούς, είναι σκηνή πάνω στην οποία έπεσε αρκετές φορές το γνωστό σε όλους μας "Τέλος".  

Πάντα υπάρχει ευχάριστο τέλος στις Ελληνικές ταινίες. Ένας γάμος μεταξύ φτωχών και πλούσιων, ήταν το έπαθλο για τους βιοπαλαιστές, τους βιομηχάνους, τους αδελφούς, που επιτέλους παντρεύονταν την επί χρόνια αγαπημένη τους, αφού πριν πάντρεψαν όλες τις αδελφές τους.   
Το τέλος ήταν γραμμένο πάντοτε ευφάνταστα και επανέφερε τους τότε θεατές των κινηματογραφικών αιθουσών στη δική τους πραγματικότητα, αφήνοντάς τους μία  σπίθα χαράς και αισιοδοξίας. Όπως ακριβώς ανάλαφρα κι αισιόδοξα νιώθουμε κι όλοι εμείς που τις παρακολουθούμε τόσα χρόνια μετά.    

Οι μικροί αυτοί θησαυροί της κουλτούρας μας, είναι η καταγεγραμμένη ασπρόμαυρη απόδειξη ότι οι Έλληνες υπήρξαν κάποτε ευγενείς, υπερήφανοι, τακτικοί, δανδήδες.  
Ότι είχαν καθαρή ψυχή κι έλεγαν αυτό που σκέφτονταν, ορμώμενοι από αγάπη για το συνάνθρωπο και με σκοπό να νουθετήσουν, όχι να προσβάλλουν.  
Δεν είχαν οικονομική άνεση, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε από το να σέβονται τον εαυτό τους, τις αρχές τους και τον συνάνθρωπό τους, κάτι που κανείς δεν τους αμφισβητούσε.  
Η καλή χρήση της γλώσσας προερχόταν από το δημόσιο σχολείο, στο οποίο το τότε κράτος είχε δώσει σκοπό να διαπλάσει, να εκπαιδεύσει, να παιδαγωγήσει τα παιδιά του, τους αυριανούς πολίτες της χώρας του.   

Άραγε, πότε ακριβώς και πώς, χάθηκαν όλα αυτά στην πορεία; 
Πότε χάσαμε το savoir vivre μας;  
Μήπως φταίει το technicolor;


 Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο eyedoll.gr 



See more at: http://www.eyedoll.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου