Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Εγώ το ξέρω: είσαι η μητέρα μου



Η μητέρα μου ήταν ανέκαθεν ο ορισμός της γυναίκας.

Περήφανη, όμορφη,  δυναμική, ευρηματική, αφοσιωμένη στην οικογένειά της, απλή και σοφή μαζί, με πληθώρα γνώσεων, που θα έλεγε κανείς ότι είχε φοιτήσει σε πολλά και διάφορα σχολεία, ενώ στην ουσία δεν είχε παρά ελάχιστη σχολική μόρφωση, αλλά ήταν ιδιαίτερα παρατηρητική.

Τίποτα δεν της χαρίστηκε, κόπιασε μα κατάφερε να κατακτήσει όλα όσα απέκτησε στη ζωή της.
Είχε πάντα τόση θέληση και τέτοιο πείσμα, που δεν πέρασε στιγμή από το μυαλό μου ότι θα έφτανε η μέρα που η εικόνα της αυτή θα ανατρεπόταν ολοκληρωτικά.

Συχνά αναρωτιόμασταν με τον πατέρα μου, πώς θα είχε εξελιχθεί η κατάστασή της εάν είχαμε δώσει κάποτε μεγαλύτερη σημασία σε μικρές λεπτομέρειες, που όταν συνέβαιναν εμείς τις αντιμετωπίζαμε με χαμόγελο.

Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε ακριβώς άρχισαν όλα και δυστυχώς δεν διαθέταμε τη γνώση, αλλά ούτε και τη σχετική ενημέρωση, για να καταλάβουμε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Θυμάμαι ένα απόγευμα, είχαμε κανονίσει με τη μαμά μου να συναντηθούμε και θα έπαιρνε ταξί να έρθει να με βρει στον τόπο του ραντεβού κοντά στο γραφείο μου. Μου έκανε εντύπωση, όταν απαντώντας στην κλήση που δέχτηκα στο κινητό μου λίγη ώρα πριν την προκαθορισμένη συνάντησή μας, ήταν ο αστυφύλακας υπηρεσίας του γειτονικού αστυνομικού τμήματος που με ενημέρωνε ότι ήταν εκεί η μητέρα μου παρακαλώντας τον να με καλέσει να πάω να την παραλάβω από το τμήμα, διότι δεν θυμόταν πού ακριβώς ήταν το γραφείο μου.

Όταν αργότερα μείναμε οι δυο μας, η αδαής αστειεύτηκα ότι με τέτοιο κούκλο αστυνομικό κι εγώ θα είχα προσποιηθεί μερική απώλεια μνήμης.
Και το συμβάν έκλεισε εκεί.

Μία άλλη φορά πάλι που οι γονείς μου είχαν ραντεβού στο φυσιοθεραπευτή, προκειμένου να παρκάρει το αυτοκίνητο ο πατέρας μου, την άφησε στην είσοδο του ιατρείου ζητώντας της να τον περιμένει εκεί για να ανέβουν μαζί στο γιατρό.
Όταν όμως έφτασε, εκείνη δεν ήταν εκεί, ούτε είχε ανέβει μόνη της.

Έντρομος άρχισε να την αναζητά στους γύρω δρόμους χωρίς αποτέλεσμα και μετά από αρκετή ώρα γυρίζοντας άπραγος κι απογοητευμένος στο σπίτι, τη βρήκε εκεί.
Τη ρώτησε τι είχε συμβεί και εκείνη του απάντησε ότι το μόνο που θυμόταν ήταν πως βρέθηκε έξω στο δρόμο μόνη της χωρίς να ξέρει το γιατί και σκέφτηκε να γυρίσει σπίτι της.
Έτσι, περπάτησε περίπου πέντε χιλιόμετρα με το ήδη καταπονημένο από την (επίσης πρώιμη) οστεοπόρωση σώμα της, προκειμένου να επιστρέψει στη σιγουριά και την ασφάλεια του σπιτιού της.

Σε κάποια στιγμή ήρθαν οι εξετάσεις και η γνωμάτευση: η μαμά μου είχε άνοια, την  ασθένεια της τρίτης ηλικίας.
Διπλά άτυχη, αφού η ασθένεια εκδηλώνεται συνήθως σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών, αλλά υπάρχει και μία μικρή ομάδα ανθρώπων που εμφανίζουν συμπτώματα πριν από αυτή την ηλικία, όπως συνέβη και με τη μαμά μου.

Συνηθέστερο είδος άνοιας η νόσος Αλτσχάιμερ με ποσοστό 50% των πασχόντων.
Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να βοηθήσει τον περίγυρο του ατόμου να προγραμματίσει το μέλλον και να του διασφαλίσει ποιότητα ζωής.
Θεραπεία δυστυχώς δεν υπάρχει, παρακολουθεί κανείς μέρα με τη μέρα τον εκφυλισμό οικείων άτυχων προσώπων.

Εμείς αγνοήσαμε τα ήπια πρώτα συμπτώματα της άνοιας της μητέρας μου και χωρίς να το καταλάβουμε, βρεθήκαμε ξαφνικά αντιμέτωποιμε έναν διαφορετικό άνθρωπο, που έβαλε στην άκρη τα κοινωνικά «πρέπει» και προέβαλε μόνο τις ανάγκες του.
Όπως ακριβώς κάνουν τα παιδιά που νοιάζονται μόνο για τον εαυτό τους, με περισσότερη κυκλοθυμική διάθεση και στιγμές αναλαμπής.

Μετά την εξασθένηση της μνήμης και τα προβλήματα προσανατολισμού της, σταδιακά έπαψε να φροντίζει τον εαυτό της, να παίρνει αποφάσεις και να έχει γνώμη. Αφού απέκτησε διαταραχές στη σκέψη και το λόγο κι έχοντας διανύσει κατά γράμμα όλα τα εξελικτικά στάδια της νόσου, πλέον δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί σε όλα τα επίπεδα.

Αφανής ήρωας και φροντιστής της ο μπαμπάκας μου, που έγινε για μένα μπαμπάς και μαμά μαζί και είναι στο πλευρό της συντρόφου του, φροντίζοντας και εξυπηρετώντας την εξ ολοκλήρου και αδιαμαρτύρητα, από την πρώτη στιγμή που τον χρειάστηκε, δεκαπέντε χρόνια τώρα.

Έπαψα καιρό τώρα να θλίβομαι στη θέα γυναικών μεγαλύτερων από τη μαμά μου, αλλά με άριστη ψυχοσωματική κατάσταση.
Μπορεί εκείνη να μη μπόρεσε να συμμετέχει ενεργά σε κανένα από τα σημαντικά γεγονότα της ζωής μου, αλλά όταν το μυαλό της «είναι εδώ», ξέρω ότι νιώθει περήφανη και χαίρεται για μένα.

Δεν θέλω να μπω στην υποθετική διαδικασία να φανταστώ πώς θα ήταν η ζωή όλων μας και κυρίως η δική της χωρίς την άνοια.
Αποδέχτηκα την πραγματικότητα χωρίς να ελπίζω σε θαύματα και ευχαριστώ κάθε ημέρα που ξημερώνει, έχοντας μαζί μας αυτή τη γυναίκα με το απλανές βλέμμα πίσω από τα γυαλιά, νιώθοντας ευγνωμοσύνη που με έφερε στη ζωή, που ήταν και παραμένει πάντα η μητέρα μου.


Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Να μη σου τύχει τέτοια αχάριστη πατρίδα



Βρίσκονται ανάμεσά μας, όλες τις εποχές του χρόνου.   

Ξένοι περιηγητές, με κορμιά γερασμένα αλλά ψυχές νεανικές και ταξιδιάρες, που όντας λιγότερο οικονομικά προνομιούχοι, αναγκάστηκαν να εργαστούν σκληρά μία ολόκληρη ζωή για τα προς το ζην τους, με σκοπό να φτάσουν στην απαραίτητη συντάξιμη ηλικία για να χαρούν και τα ευ ζην.   

Δεν περιμένουν να είναι καλοκαίρι για να κάνουν τουρισμό, τους συναντάμε στις πιο διαφημισμένες περιοχές της χώρας και του πλανήτη, να γεύονται στο έπακρο την ηρεμία, τη χαλάρωση και την δια βίου μάθηση, όλα τα συνεπακόλουθα μιας υγιούς συνταξιοδότησης δηλαδή.   

Ούτε η προχωρημένη ηλικία, ούτε και διάφορα πιθανά προβλήματα υγείας, είναι ικανά να βάλουν φρένο στο όνειρο. Ταξιδεύουν ακόμα και σε αναπηρικά αμαξίδια, ακομπλεξάριστοι, πάντα χαμογελαστοί, ευδιάθετοι και πρόθυμοι να μάθουν να λένε «καλημέρα- τι κάνεις- ευχαριστώ- και γεια μας».   

Κάνουν γνωριμίες, φλερτάρουν, παρακολουθούν μαθήματα ζωγραφικής, αγγειοπλαστικής, ανθοκομίας, πηγαίνουν κρουαζιέρες, ρουφούν ως το μεδούλι τις στιγμές των νιάτων που δεν έζησαν, αλλά απέκτησαν. Τα χρόνια της συνταξιοδότησης είναι ιερά και αναφαίρετα για τον καθένα.    

Βέβαια υπάρχουν και «οι άλλοι», αυτοί που είχαν ανέκαθεν την ευχέρεια χρόνου και χρήματος. Οι εισοδηματίες και οι οικονομικά ανεξάρτητοι -είτε από τύχη, είτε από συγκυρίες- που δεν περίμεναν 65 χρόνια για να γευθούν τις απολαύσεις της ζωής. Αυτούς θα τους προσπεράσουμε για σήμερα.   

Θα σταθούμε στους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, όλους αυτούς που λίγο πολύ υπάρχουν στην καθημερινότητα, τον οικογενειακό ή τον ευρύτερο κύκλο κάθε ενός από εμάς.  
Ένας υπάλληλος, κάποιος εργάτης, ανθρώπους του μόχθου και του μεροκάματου που η ζωή και η τύχη δεν τους χαμογέλασαν κι έτσι αναγκάστηκαν να εργάζονται σκληρά ξεκινώντας από νωρίς το πρωί για τη δουλειά τους και να κάνουν διπλοβάρδιες και νυχτοκάματα, για να αυξήσουν το εισόδημά τους.  

Άνθρωποι ταπεινοί που άφηναν πίσω στο σπίτι τους τις λέξεις «αξιοπρέπεια, θέλω, δικαιούμαι» και παρά τις βροχές, τα χιόνια, τα λιοπύρια, ήταν εκεί στο πόστο τους καθημερινά και ανέχονταν υπομονετικά τον κυκλοθυμισμό του κάθε εκάστοτε εργοδότη ή εξουσιολάγνου κομπλεξικού προϊστάμενου, προκειμένου να διεκδικήσουν το μεροκάματο και να κερδίσουν με μόχθο κι αξιοπρέπεια το μισθό τους.  Με το φόβο μιας ξαφνικής κι απρόσμενης απόλυσης να αιωρείται πάνω από το κεφάλι τους και να μην τους επιτρέπει κάθε είδους ανοίγματα και σπατάλες.  Μία συνετή και φρόνιμη ζωή, χωρίς περιττά λούσα και σπατάλες. 

Τις παρακρατήσεις των δεδουλευμένων της στερημένης τους ζωής, τις εμπιστεύτηκαν στο κράτος τους κι αυτό δεσμεύτηκε να τους τις επιστρέψει μετά το εξηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας τους, υπό την μορφή μηνιαίου εισοδήματος, δηλαδή τη γνωστή σε όλους μας σύνταξη.   

Τι νιώθει άραγε ο μελλοντικός συνταξιούχος, όταν επιτέλους φτάνει και γι' αυτόν η στιγμή που θα καταθέσει τα απαραίτητα έγγραφα για να αποσυρθεί και να συνταξιοδοτηθεί; Θα έχει χαρά όμοια με αυτή των μαθητών φαντάζομαι στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς ή τη λαχτάρα των φυλακισμένων που επανεντάσσονται λόγω καλής συμπεριφοράς.   

Λογικά, θα είναι ακόμα μεγαλύτερη, αφού θα εμπεριέχει παραίτηση από την καθημερινή αναγκαστική ρουτίνα του. Μαζί με ανακούφιση. Αυτό το γλυκόπικρο συναίσθημα του να είναι κανείς ελεύθερος, με περίσσιο χρόνο για τον εαυτό του, τα χόμπι του και όλα όσα δεν πρόφταινε ή δεν μπορούσε να κάνει όλα αυτά τα χρόνια που εργαζόταν.  
Σημαντικότερο όλων, θα έχει το χρήμα για να τα κάνει.   

Όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβαίνουν σε ένα ιδανικό κράτος που αγκαλιάζει με φροντίδα τους πολίτες του και αυτοί νιώθουν σιγουριά και ασφάλεια σε αυτό. Όχι όμως στο δικό μας.   

Η σύγχρονη Ελλάδα που μέρα με την ημέρα καταρρέει όλο και περισσότερο, έκανε μία απαράδεκτη κίνηση που δεν χαρακτηρίστηκε ούτε αντισυνταγματική, ούτε παράνομη, ούτε καταχρηστική. Στη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία, την πατρίδα του Σόλωνα και του Σωκράτη, κάποιοι ευφυείς αποφάσισαν να περικόψουν μαζί με άλλα πολλά, τους κόπους και τα δεδουλευμένα των συνταξιούχων πολιτών της.  
Ξανά και ξανά.  
Αδιαπραγμάτευτα. 
Ανεξαιρέτως ιδιωτικού ή δημοσίου τομέα.   
Δεν τους ρώτησαν εάν και πώς θα επιβιώσουν.  
Δεν μερίμνησαν να τους παρέχουν ως αντάλλαγμα μειωμένα τιμολόγια στις ΔΕΚΟ, καλύτερη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, ίσως κάποια βοήθεια στο σπίτι, στους πιο ανήμπορους. Αντιθέτως, τους υποχρέωσαν να καλούν με υπερχρεώσεις στα ίδια πενταψήφια νούμερα που η τηλεφωνήτρια…ιερόδουλη, παρέχει τηλεφωνικά αγοραίο έρωτα, για να κλείσουν ένα ραντεβού με το γιατρό τους.   

Τι κι αν πλέον η σύνταξη αυτή συντηρεί ολόκληρα νοικοκυριά ανέργων νεοελλήνων, η τακτική του κράτους πρόνοιας είναι αμείλικτη: «ήσασταν χρήσιμοι όσο υπήρξατε παραγωγικοί, τώρα αδειάστε μας το χώρο».   
Ένας συνταξιούχος απαγχονίστηκε ως ένδειξη διαμαρτυρίας.  Ένας άλλος επίσης.  
Ποιος ξέρει πόσοι ακόμα, για τους οποίους δεν μαθαίνουμε από τα τραγικά ΜΜΧΕ-μέσα μαζικής χειραγωγίας.    

Πόσα μπορούν να αντέξουν οι κουρασμένες αυτές ψυχές που δεν αντιμίλησαν, δεν αντιστάθηκαν, δεν σήκωσαν ποτέ το ανάστημά τους, με την ελπίδα ότι τουλάχιστον θα απολαύσουν τα χρόνια της σύνταξής τους; Πόση θρασυδειλία και τρομοφοβία χρειάστηκαν οι ιθύνοντες για να αρπάξουν σαν σύγχρονοι πειρατές τους κόπους αυτών των ανθρώπων μέσα από τα ίδια τους τα χέρια, αφήνοντάς τους με την απορία χαραγμένη στα ρυτιδιασμένα τους πρόσωπα;   

Μετά την επανάσταση του 1821 η μόνη μεγάλη εξέγερση που έκαναν οι Έλληνες ήταν για να επαναποκτήσουν το δικαίωμα του καπνίζειν σε δημόσιους χώρους.  Θίχτηκαν περισσότερο από το να μην καπνίζουν, παρά από το να μην αναπνέουν.   

Και η ζωή συνεχίζεται...  





πηγή : www.eyedoll.gr

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Πότε χάσαμε τους καλούς μας τρόπους;


Ανέκαθεν μου άρεσαν οι παλιές ασπρόμαυρες και ευχάριστες Ελληνικές ταινίες.   
Αυτές που ξεκινούν με τον αφηγητή να κάνει έναν πρόλογο για την ιστορία που θα ακολουθήσει, ενώ ταυτόχρονα προβάλλονται γενικότερα πλάνα της πόλης, η οποία είναι κυρίως η Αθήνα και καταλήγουν στους πρωταγωνιστές, που πάντα έχουν δισύλλαβα υποκοριστικά για ονόματα, τύπου Ντίνος, Λάκης, Μπέμπα και Λέλα και είναι είτε φτωχοί πλην τίμιοι, είτε πλούσιοι και δίκαιοι.   

Ο εργοδότης πάντα είναι ο "κύριος διευθυντής" και η υπηρέτρια λίγο ατακτούλα με καταγωγή πάντα από την επαρχία. 
Όλοι οι ηθοποιοί έχουν μία προσεγμένη άρθρωση και μαζί "τσιμπημένη" προφορά, που δεν έχω ακόμα καταλάβει εάν πρόκειται για τρικ της εποχής ή απλά για έλλειψη καθηγητών ορθοφωνίας.  
Και φυσικά, στις περισσότερες σκηνές υπάρχει πάντα η σκιά του μικροφώνου πάνω από τα κεφάλια των ηθοποιών.   

Τις παρακολουθώ ανελλιπώς αυτές τις ταινίες και ουδέποτε ένιωσα να με κουράζει η επανάληψή τους. Ίσα-ίσα, που με χαλαρώνουν κι ενώ γνωρίζω ήδη την έκβαση κάθε μίας από αυτές, σε κάθε επανάληψή της συμπαρασύρομαι και την παρακολουθώ, λες και πρόκειται να αλλάξει κάτι στο υπάρχον τέλος.   

Τι είναι όμως αυτό που κάνει τις παλιές Ελληνικές ταινίες ακαταμάχητες και κυρίως διαχρονικά ευχάριστες, ακόμα και στην τριακοστή έβδομη επαναπροβολή τους;    

Στις ταινίες αυτές έχει καταγραφεί η καθημερινότητα και ο σφυγμός μιας εποχής, που όσο κι αν την αναζητήσουμε στο παρόν, απλά δεν υπάρχει. Από τη μνήμη μου περνούν στιγμιότυπα, ατάκες και εικόνες, μέσα από τα οποία έχω καταφέρει να "δω" την πόλη μου την Αθήνα, με διαφορετικά μάτια.  
Μία εποχή που σίγουρα είχε τα δικά της προβλήματα, αλλά δείχνει ξεκάθαρα ότι ήταν πιο ειλικρινής, πιο ανθρώπινη, πιο κόσμια.   
Δεν χρειάζονταν βρισιές για να προκαλέσουν αβίαστο γέλιο στους θεατές, οι διάλογοι ήταν έξυπνοι και τα φιλιά δίνονταν με φειδώ και μόνο στην τελευταία σκηνή της ταινίας. Ακόμα κι αν ήταν στριμωγμένοι σαν σαρδέλες στα μέσα μαζικής μεταφοράς άγνωστοι άνθρωποι, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης και μόρφωσης, μιλούσαν μεταξύ τους χρησιμοποιώντας πληθυντικό ευγενείας.  
Οι κύριοι φορούσαν καπέλο το οποίο έβγαζαν στους κλειστούς χώρους ή όταν χαιρετούσαν κάποιον, ως ένδειξη σεβασμού.                                   

Οι δρόμοι ήταν σχεδόν πάντα χωρίς κίνηση, άδειοι από αυτοκίνητα και οι έχοντες "αμάξι" θεωρούνταν οικονομικά άνετοι. Έφτανε ένα μόνο εκατομμύριο για να είναι κάποιος εκατομμυριούχος κι αυτό από μόνο του σήμαινε πολλά, κάτι που καταλαβαίνουν καλύτερα όσοι πρόλαβαν κι έζησαν έστω και λίγο, τα χρόνια της δραχμής.     

Τα πάντα φαίνονταν πιο όμορφα, πιο καθαρά, πιο φροντισμένα κι ας μην ξεχνάμε ότι οι σκηνές ήταν κυρίως τραβηγμένες σε πραγματικούς χώρους, σπίτια, βίλες, παράγκες. 
Τα στούντιο εισήχθησαν αργότερα στον Ελληνικό κινηματογράφο, μαζί με το technicolor.                             
Τα καλοκαίρια μύριζαν Αττικές παραλίες, γίνονταν παρέες κάθε Κυριακή και νωρίς το πρωί στοιβάζονταν στο λεωφορείο ή το φορτηγό κάποιου από τη γειτονιά, για να πάνε για μπάνιο. Μπάνιο αυτούσιο, στην παραλία μετά αντικατάσταση του βρεγμένου σοβαρού μαγιό με στεγνά ρούχα πίσω από το σεντόνι και επιστροφή.  
Δεν υπήρχε χασομέρι για ηλιοθεραπεία, η Κυριακή ήταν η μόνη ημέρα της εβδομάδας που δεν εργάζονταν ή δεν πήγαιναν σχολείο και την διέθεταν εξ’ ολοκλήρου στον εαυτό τους. 

Σε κάποιες ταινίες οι διακοπές είχαν χρώμα Αργοσαρωνικού και η Αίγινα, ο Πόρος, η 'Ύδρα και οι Σπέτσες, είναι τα νησιά που κυριολεκτικά αποθεώθηκαν.   

Οι καταστηματάρχες ήταν έμποροι με ήθος και στο πλάι τους είχαν συνήθως έναν παραγιό σωσμένο από το έλεος της φτωχής του μοίρας, που ερωτευόταν την όμορφη κόρη του αφεντικού-ευεργέτη του και η -υποτιθέμενη- μετά από χρόνια εικόνα του ζευγαριού με ένα παιδάκι να τρέχει δίπλα τους και ένα άλλο στο καρότσι που το σέρνει ο πανευτυχής παππούς, είναι σκηνή πάνω στην οποία έπεσε αρκετές φορές το γνωστό σε όλους μας "Τέλος".  

Πάντα υπάρχει ευχάριστο τέλος στις Ελληνικές ταινίες. Ένας γάμος μεταξύ φτωχών και πλούσιων, ήταν το έπαθλο για τους βιοπαλαιστές, τους βιομηχάνους, τους αδελφούς, που επιτέλους παντρεύονταν την επί χρόνια αγαπημένη τους, αφού πριν πάντρεψαν όλες τις αδελφές τους.   
Το τέλος ήταν γραμμένο πάντοτε ευφάνταστα και επανέφερε τους τότε θεατές των κινηματογραφικών αιθουσών στη δική τους πραγματικότητα, αφήνοντάς τους μία  σπίθα χαράς και αισιοδοξίας. Όπως ακριβώς ανάλαφρα κι αισιόδοξα νιώθουμε κι όλοι εμείς που τις παρακολουθούμε τόσα χρόνια μετά.    

Οι μικροί αυτοί θησαυροί της κουλτούρας μας, είναι η καταγεγραμμένη ασπρόμαυρη απόδειξη ότι οι Έλληνες υπήρξαν κάποτε ευγενείς, υπερήφανοι, τακτικοί, δανδήδες.  
Ότι είχαν καθαρή ψυχή κι έλεγαν αυτό που σκέφτονταν, ορμώμενοι από αγάπη για το συνάνθρωπο και με σκοπό να νουθετήσουν, όχι να προσβάλλουν.  
Δεν είχαν οικονομική άνεση, αλλά αυτό δεν τους εμπόδιζε από το να σέβονται τον εαυτό τους, τις αρχές τους και τον συνάνθρωπό τους, κάτι που κανείς δεν τους αμφισβητούσε.  
Η καλή χρήση της γλώσσας προερχόταν από το δημόσιο σχολείο, στο οποίο το τότε κράτος είχε δώσει σκοπό να διαπλάσει, να εκπαιδεύσει, να παιδαγωγήσει τα παιδιά του, τους αυριανούς πολίτες της χώρας του.   

Άραγε, πότε ακριβώς και πώς, χάθηκαν όλα αυτά στην πορεία; 
Πότε χάσαμε το savoir vivre μας;  
Μήπως φταίει το technicolor;


 Το άρθρο πρωτοδημοσιεύθηκε στο eyedoll.gr 



See more at: http://www.eyedoll.gr